Η αφήγηση είναι υπνωτική - έχει κάτι το απόκοσμο και ψυχρό. Όσο και να θες να νιώσεις κάτι διαφορετικό, το απέραντο κενό είναι εκεί. Οι περιγραφές της φύσης και των συναισθημάτων είναι τόσο αλληλένδετες, που δεν ξέρεις αν ο ήρωας βλέπει το φθινόπωρο να τελειώνει ή αν νιώθει ο ίδιος να σβήνει μέσα σε αυτό. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη πλοκή ή δυνατή κορύφωση. Μέσα από φαινομενικά ασήμαντες στιγμές – μια σιωπηλή ματιά, ένα φευγαλέο άγγιγμα, το χρώμα του ουρανού πριν τη δύση – δημιουργείται μια αίσθηση νοσταλγίας και ανεκπλήρωτου έρωτα που στοιχειώνει τον αναγνώστη.
Για όποιον ψάχνει ένα βιβλίο γεμάτο δράση, ανατροπές και δυνατούς διαλόγους, καλύτερα να μην ασχοληθεί καθόλου. Όποιος, όμως, θέλει ένα βιβλίο που να τον κάνει να χαθεί σε μια από τις πιο μελαγχολικά όμορφες αφηγήσεις που γράφτηκαν ποτέ, τότε θα λατρέψει αυτό το βιβλίο.
Ελληνικό νουάρ διάβασα λοιπόν, και αν και είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός με τους Έλληνες συγγραφείς, και αμέσως το έβαλα στη λίστα. Στα συν, ο πρωταγωνιστής που είναι και ο ίδιος συγγραφέας. Ένας συγγραφέας να γράφει βιβλίο με κεντικό ήρωα ένα συγγραφέα είναι, όπως και να το κάνουμε must συνδυασμός.
Τελικά ο Μαλαφέκας δεν με απογοήτευσε. Ο πρωταγωνιστής του είναι μια μίξη ηρώων του Bukowski και του "The Dude" από τον Big Lebowski. Αν αντί για "Κρόκος" λεγόταν "Κροκοwski" θα το αγόραζα με τη μία. Βέβαια, όσο παράδοξη και αν είναι η γραφή του Μαλαφέκα, ο ίδιος τοποθετώντας την ιστορία στο πρόσφατο παρελθόν της εποχής του κορονοϊού, στην Αθήνα, κάτι τέτοιο θα έδειχνε παράταιρο. Όχι, ότι θα είχε κανείς πρόβλημα.
Εδώ δεχόμαστε αβίαστα σχεδόν την εμπλοκή του Κρόκου στην υπόθεση με μία αιτιολογία χειρότερη και από τρύπα σε σενάριο αμερικανικώων ταινιών των 90s που βλέπαμε στο STAR τα βράδια της Τετάρτης όταν δεν είχε αγώνες Champions League στο MEGA (το παλιό, το ορθόδοξο).
Ψάχνοντας ο Κρόκος να βρει την άκρη στην υπόθεση με ένα deepfake βίντεο, εξού και ο τίτλος, τον ακολουθούμε σε διάφορες ιδιαίτερες καταστάσεις που συνδυάζουν χιούμορ, σασπένς, αλλά και κοινωνική κριτική για διάφορα τεκταινόμενα.
Το να ακροβατείς ανάμεσα στο σοβαρό και στο αστείο είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο, αλλά εδώ το Deepfake παίρνει άριστα.
Τι χρειάζεται για να κάνεις ένα βιβλίο απολαυστικό; Ένας ιδιόρυθμος, υπερήλικας γέρος, ένας εγγονός με τεράστιες εμμονές, μια εξίσου τεράστια πάπια, ένα συμπαθητικό αγριογούρουνο, ένα τεράστιο αγρόκτημα στην Καλιφόρνια, παράνομες παρτίδες ουσκιού και ένας συγγραφέας, ο Jim Dodge, ο οποίος παρουσίαζει μια ιστορία όπου εμπλέκει τα παραπάνω συστατικά, πασπαλίζοντάς τα με καλοσύνη και κατανόηση.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το "Φαπ" (το όνομα της πρωταγωνίστριας πάπιας). Η πάπια γίνεται μέρος της ζωής του γέρου ξαφνικά, όπως ξαφνικά εισέβαλε και στην ζωή του ο εγγονός του μετά τον απροσδόκητο θάνατο της μητέρας του. Έτσι, ο Dodge συνθέτει μια αστεία και παράξενη, γεμάτη μαγικό ρεαλισμό, παραδοξότητες και έντονες ανατροπές, αλλά και βαθιά συναισθηματική, ιστορία για τον άνθρωπο, τη ζωή, τη φύση, τη ματαιότητα, το άγριο, το άγνωστο.
Τα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου, το καθένα από τα οποία ανοίγει μια νέα διάσταση στην αφήγηση, καταφέρνουν να κρατήσουν τον αναγνώστη σε εγρήγορση, παρασύροντας τον σε έναν κόσμο που συνεχώς εξελίσσεται. Στο πρώτο κεφάλαιο, η εισαγωγή στον μοναχικό κόσμο του Τζέικ θέτει τις βάσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις, ενώ το δεύτερο κεφάλαιο προσφέρει μια αίσθηση οικειότητας και τρυφερότητας με τη σχέση του με τον εγγονό του και τη Φαπ. Το τρίτο κεφάλαιο εμβαθύνει στην σύγκρουση με την κοινωνία και τις δυνάμεις που απορρίπτουν την απομόνωση, και το τέταρτο κεφάλαιο ολοκληρώνει την ιστορία με μια αποκαλυπτική αίσθηση αναγνώρισης και αποδοχής, αν και το τέλος παραμένει ανοιχτό και γεμάτο ερωτηματικά.
Αν θέλετε ένα ευχάριστο βιβλίο για τον απογευματινό σας καφέ, το "Φαπ" είναι σίγουρα η καλύτερη επιλογή.
Πρώτο βιβλίο της χρονιάς για το οποίο θα γράψω την άποψη μου και νιώθω λίγο όπως ο πρωταγωνιστής της νουβέλας του Branimir Šćepanović, "Στόμα γεμάτο χώμα". Η ιστορία του εμβληματικού, Μαυροβούνιου συγγραφέα ακολουθεί έναν άντρα, που επιστρέφει στο Μαυροβούνιο μετά από τριάντα χρόνια, γνωρίζοντας πως του απομένουν μόνο τρεις μήνες ζωής λόγω μιας ανίατης ασθένειας. Το ταξίδι του είναι μια τελευταία προσπάθεια να βρει την εσωτερική του ειρήνη, απομονώνοντας τον εαυτό του από το πλήθος και το θόρυβο των άλλων.
Τίποτα δεν θα είναι εύκολο για αυτόν κα αντί να βρει την ηρεμία που τόσο απεγνωσμένα αναζητά, ο ήρωας γίνεται αντικείμενο κυνηγητού από ανθρώπους που ενσωματώνουν τις κοινωνικές πιέσεις, τις προκαταλήψεις και το φόβο του άγνωστου. Αυτή η καταδίωξη γίνεται μια αλληγορία για την κοινωνία, όπου όλοι κυνηγάμε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε ή φοβόμαστε. Οι κυνηγοί, οι οποίοι ξεκινούν ως δύο απλοί χαρακτήρες, τελικά γίνονται μέρος ενός μεγαλύτερου πλήθους, το οποίο ενώνει τις δυνάμεις του για να «σώσουν» τον ήρωα από την απομόνωση.
Μέσα από έντονες εναλλαγές στην αφηγηματική τεχνική, ο Στσεπάνοβιτς μετατοπίζει την οπτική επαφή του αναγνώστη με την ιστορία και τον καλεί να σκεφτεί τις κοινωνικές του σχέσεις, τη μοναξιά και την απομόνωση, αλλά και τον τρόπο που η φοβία του για το άγνωστο συχνά οδηγεί σε αντιπαραθέσεις και βία.
Τα καταφέρνει ο Μαυροβούνιος; Αν διαβάσετε αριστερά δεξιά θα είστε σίγουροι ότι τα καταφέρνει. Προσωπικά, διαβάζοντας αυτή τη νουβέλα ένιωσα όπως ο πρωταγωνιστής, ανολοκλήρωτος. Ήθελα τόσο να κάνω μαζί του αυτό το ταξίδι, αλλά συνεχώς ένιωθα ότι κάτι λείπει.
Από τα βιβλία που σε σέρνουν μέσα τους — όχι με χάρη, αλλά με αγωνία και ιδρώτα. Το " Τόκιο έτος μηδ έν " είναι σκοτεινό, απόκοσμ...